- επιπρόσθηση
- η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ]1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση2. επικάλυψη, επισκίασημσν.επιπλέον προσθήκηαρχ.(για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek